ιπποκρατικός

ιπποκρατικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στον Ιπποκράτη, ιπποκράτειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ἱπποκράτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιπποκρατικός — ή, ό ιπποκράτειος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”